Η τελευταία δουλειά της Άρτεμις Ποταμιάνου αποτελείται από ένα σύνολο δεκαέξι υβριδικών έργων. Αυτά τα έργα παρουσιάζονται υπό τη μορφή σχετικά μικρών παραλληλόγραμμων κουτιών κατασκευασμένων από διαφανές πλεξιγκλάς. Το κάθε κουτί έχει σχεδιαστεί από την Ποταμιάνου. Στην πλευρά που αντικρίζει το θεατή το κάθε κουτί παρουσιάζει μια εικόνα, μια φωτογραφία από ένα μουσειακό χώρο διεθνούς φήμης ως επί το πλείστον εύκολα αναγνωρίσιμου από τους ανθρώπους που ασχολούνται με τη σύγχρονη τέχνη. Το εσωτερικό του κάθε κουτιού διαθέτει μια πηγή φωτός η οποία φωτίζει αφ’ενός μεν τη φωτογραφία και αφ’ετέρου το χώρο γύρω από το κουτί δημιουργώντας μεταφορικά και κυριολεκτικά ένα αυτόφωτο αντικείμενο με φωτοστέφανο. Για να μπορέσει ο θεατής να δεί την κάθε εικόνα σωστά θα πρέπει να τοποθετήσει το σώμα του σε ευθεία γραμμή με το κέντρο του έργου. Οποιαδήποτε άλλη θέση θα του δώσει μια τρισδιάστατη αίσθηση ή ψευδαίσθηση του απεικονιζόμενου χώρου. Αυτό οφείλεται στο οτι η όψη του κάθε κουτιού έχει την ίδια φωτογραφία παγιδευμένη σε τρία από τα πολλαπλά στρώματα του πλεξιγκλάς. Το σύνολο αυτών των υβριδικών έργων ονομάζεται White Cube (λευκός κύβος). Όταν τα έργα αυτά βρεθούν εκτεθειμένα σαν σύνολο σε ένα ενιαίο χώρο είναι πολύ πιθανό οτι ο θεατής θα διαπιστώσει πως οι φωτογραφίες έχουν υποστεί ηλεκτρονική επεξεργασία καθώς η καθεμία από αυτές παρουσιάζει μια σαφή τάση προς ένα κυρίαρχο χρώμα όπως, κατά περίπτωση, το μπλε, το μοβ, το κίτρινο, το κοκκινο-πορτοκαλί, κλπ.
Η παραπάνω περιγραφή είναι σίγουρα προβληματική και υποκειμενική, έχει όμως σαν σκοπό την εισαγωγή στην επεξεργασία κάποιων ερωτηματικών και κάποιων αναφορών που εγείρει η δουλειά της Ποταμιάνου για την ιστορία της τέχνης και τη μουσειολογία.
Χρησιμοποίησα την έκφραση “υβριδικά έργα” και όχι την έκφραση “έργα τέχνης”. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν βρισκόμαστε μπροστά σε έργα τέχνης αλλά ότι το λεκτικό οπλοστάσιο που έχουμε στη διάθεσή μας και οι έννοιες που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε στην ιστορία της τέχνης είναι πάντοτε φτωχές μπροστά σε αυτά που μπορεί να εφεύρει και να δημιουργήσει ένας καλλιτέχνης. Οι κατηγορίες της γλυπτικής, της φωτογραφίας, της εγκατάστασης, χρησιμοποιούνται πάντοτε ως συμβάσεις του λόγου με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που χρησιμοποιούμε ένα εξαιρετικά περιορισμένο λεξιλόγιο απέναντι στην ύπαρξη εκατομμυρίων χρωμάτων. Η ευρηματικότητα των καλλιτεχνών έχει καταστήσει τις λεκτικές συμβάσεις τελείως άχρηστες. Το ότι συνεχίζουμε να τις χρησιμοποιούμε σχετίζεται με το συντηρητισμό της γλώσσας απέναντι στις διαρκώς μεταλλασσόμενες πολλαπλές πραγματικότητες που μας περιβάλλουν.
Το κάθε υβριδικό έργο της Ποταμιάνου συνδυάζει τέσσερις τουλάχιστον τεχνικές : το βιομηχανικό σχεδιασμό, τη γλυπτική, τη φωτογραφία και την επεξεργασία των εικόνων.
Η σύλληψη και η κατασκευή του κάθε κουτιού άπτεται τόσο του βιομηχανικού σχεδιασμού όσο και της γλυπτικής. Ο βιομηχανικός σχεδιασμός παρέχει εδώ και δύο τουλάχιστον αιώνες χρηστικά αντικείμενα με κάποιες σχεδιαστικές αρετές και αισθητική. Από τα μαχαιροπήρουνα και τα ποτήρια μέχρι τους υπολογιστές, τα αυτοκίνητα και τα αεροπλάνα που χρησιμοποιούμε. Στη συγκεκριμένη περίπτωση των έργων της Ποταμιάνου πηγή θα μπορούσαν να θεωρηθούν τα φωτεινά κουτιά που χρησιμοποιεί η διαφήμιση στους δρόμους. Η Ποταμιάνου όμως αρνείται αυτή την αναφορά και παραπέμπει στα φωτιστικά εσωτερικού χώρου θεωρώντας ότι το κάθε έργο της μπορεί να έχει και τη χρηστική, πιθανότατα διακοσμητική, ιδιότητα ενός φωτιστικού. Το κάθε έργο παίζει εκούσια με τον πιθανό δυισμό της ταυτότητας : λάμπα ή μή-λάμπα ; φωτιστικό ή έργο τέχνης ; αντικείμενο με άμεση χρηστική υπόσταση ή πηγή αισθητικής αντίληψης, θεώρησης και σαρκασμού της χρηστικής του ιδιότητας ;
Ως προς το θέμα της γλυπτικής είναι γνωστό πως τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1960, χάρη στις δουλειές των μινιμαλιστών όπως του Donald Judd και του Sol LeWitt, είτε το θέλουμε είτε όχι, ένα κουτί βιομηχανικά κατασκευασμένο παρουσιασμένο στον τοίχο μιας γκαλερί, ενός μουσείου ή ενός σπιτιού έχει το δικαίωμα αλλά και την απαίτηση να μπορεί να θεωρηθεί και να εκληφθεί ως έργο τέχνης.
Η τρίτη τεχνική που χρησιμοποιεί το κάθε έργο είναι η φωτογραφία. Η κάθε φωτογραφία έχει τραβηχτεί από την ίδια την Ποταμιάνου και θυμίζει λιγότερο ή περισσότερο τις φωτογραφίες που απαντώνται στα βιβλία αρχιτεκτονικής. Αυτό που οι φωτογραφίες αυτές δεν μπορούν να δηλώσουν και πρέπει να σημειωθεί είναι η αντίθεση ανάμεσα στη φαινομενική τους απλότητα και την πραγματική και πρακτική δυσκολία εκτέλεσης. Η δυσκολία δεν έγκειται μονάχα στη σύλληψη της ιδέας ή την πραγματοποίησή της με την επιλογή της γωνίας λήψης, τη φωτομέτρηση και τη λήψη αυτή καθαυτή ή τα προβλήματα της εκτύπωσης. Η δυσκολία έγκειται στην πορεία μέχρι τη λήψη δηλαδή το ταξίδι που πρέπει να γίνει, την προετοιμασία του, το κόστος της γεωγραφικής μετακίνηση του καλλιτέχνη για να φθάσει στο αντικείμενό του όπως εξάλλου και τις απίστευτα χρονοβόρες και ψυχοφθόρες διαδικασίες που απαιτούνται για τις άδειες φωτογράφησης των συγκεκριμένων χώρων. Η παράθεση της αλληλογραφίας της Ποταμιάνου με τα μουσεία ως ένα πάρεργο, ένα παρελκυόμενο και ένα συνοδευτικό ντοκουμέντο για αυτή τη δουλειά θα είχε ενδιαφέρον ως μια ακόμη απόδειξη της γραφειοκρατικής τερατομορφίας στην οποία έχουν υποχρεωθεί τα μουσεία στο σύγχρονο κόσμο.
Το τέταρτο στοιχείο είναι αυτό της ηλεκτρονικής επεξεργασίας στον υπολογιστή. Η κάθε εικόνα έχει επεξεργαστεί και μεταμορφωθεί ηλεκτρονικά γεγονός το οποίο προσθέτει μία ακόμη τέχνη και τεχνική στο κάθε έργο. Η επεξεργασία της φωτογραφίας είναι ούτως η άλλως μια διαδικασία στην οποία επιδίδονται οι φωτογράφοι από τότε που αυτή εφευρέθηκε. Από τη εποχή που οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές έγιναν μια ακόμη προέκταση του σώματός μας η συνάντηση με μια μη επεξεργασμένη εικόνα στο καθημερινό μας περιβάλλον είναι πλέον σπάνιο φαινόμενο.
Η άμεση εμπειρία των υβριδικών έργων της Ποταμιάνου συνιστά μια αισθητική συνάντηση. Τα έργα της ως μονάδες αλλά και ως σύνολο, σύμφωνα με τις παραπάνω αναλύσεις, ξεφεύγουν από τις γνωστές κατηγορίες για να δημιουργήσουν μια καινούργια. Αυτή η κατηγορία έχει ως σκοπό να εισάγει το θεατή σε μια μοναδική ετεροτοπία. Η ετεροτοπία αυτή περιέχει ένα μεγάλο αριθμό mise en abyme, αναφορών και υποσημειώσεων. Η συνάντηση πυροδοτεί ένα περίεργο συναίσθημα που έχει κανείς μπροστά στο πραγματικά καινούργιο.
Ένα ερώτημα που μπορεί να γεννηθεί είναι το ποιά μπορεί να είναι η σχέσης της δουλειάς της Ποταμιάνου με τη λιγότερο ή περισσότερο πρόσφατη ιστορία της τέχνης. Μια πρώτη επιφανειακή ανάγνωση και μια γρήγορη ανάκληση της μνήμης θα έφερνε στο νου τις δουλειές του Jeff Wall, της Sherrie Levine, της Louise Lawler, του Thomas Struth, του Gunther Förg και της Candida Höfer για ν’αναφέρουμε μόνο αυτούς.
Ο Jeff Wall ήταν από τους πρώτους που χρησιμοποίησε τα φωτεινά κουτιά της διαφήμισης για να παρουσιάσει τις επεξεργασμένες και στημένες φωτογραφίες του. Όμως, η αναφορά της Ποταμιάνου δεν είναι η διαφήμιση. Παρά το γεγονός κάποιος θα μπορούσε να χαρακτηρίσει τις φωτογραφίες, που αποτελούν μέρος της δουλειάς, επεξεργασμένες σίγουρα δεν είναι στημένες όπως αυτές του Wall. Όπως η Levine και η Lawler έτσι και η Ποταμιάνου ακολουθεί μια κριτική προσέγγιση του χώρου παρουσίασης της τέχνης. Η προσέγγιση όμως της Ποταμιάνου έχει να κάνει με την αρχιτεκτονική αυτή καθαυτή και όχι με τη παρουσίαση ή την τύχη των έργων τέχνης. Εάν οι φωτογραφίες της Ποταμιάνου μπορεί να θυμίζουν την πρακτική της επαναφωτογράφησης, που αποτέλεσε τη βάση του κινήματος της appropriation (οικειοποίησης), αυτό οφείλεται στο οτι οι φωτογραφίες της θυμίζουν αναπαραγωγές από βιβλία αρχιτεκτονικής. Το ότι έχουν παρθεί από την ίδια την καλλιτέχνη διαγράφει άμεσα τη οποιαδήποτε σχέση με αυτό. Οι δε τρεις γερμανοί που έχουν χρησιμοποιήσει μουσειακά κτίρια ως πηγές έμπνευσης και απεικόνισης στη φωτογραφία τους είτε προσεγγίζουν το μνημειακό των χώρων όπως ο Förg, είτε την εμπλοκή του κοινού με τα έργα, όπως ο Struth, είτε την ψυχρότητα των εσωτερικών χώρων όπως η Höfer. Εάν το ενδιαφέρον της Ποταμιάνου για το αρχιτεκτονικό μέγεθος προσεγγίζει αυτό του Förg, το μέγεθος των έργων της δεν έχει τίποτε το μνημειακό και ο φωτισμός είναι κάτι που η Ποταμιάνου τροποποιεί ηλεκτρονικά ενώ ο Förg προσπαθεί να συλλάβει σε μια χρονική στιγμή.
Πέρα από τις ονομαστικές αναφορές που η θεώρηση αυτών των έργων μπορεί να εγείρει αναφορικά με την ιστοριά της τέχνης, η δουλειά της Ποταμιάνου είναι ένα μέσο κριτικής αντιμετώπισης των μουσείων σύγχρονης τέχνης και της ιδεολογίας που δηλώνουν μέσα από την αρχιτεκτονική τους μορφή. Για να το πούμε με άλλα λόγια η δουλειά που παρουσιάζεται με τον τίτλο White Cube έχει να κάνει με τη σχέση του καλλιτέχνη με το μουσείο και με την αρχιτεκτονική των χώρων του.
Nα θυμίσω ότι ο Hubert Robert σχολίαζε ήδη το 1796 τη μεγάλη γκαλερί του Λούβρου μέσα από έργα όπως το Projet d’ aménagement de la Grande Galerie du Louvre ή το Vue Imaginaire de la Grande Galerie en ruines.
Και βρισκόμαστε τρία χρόνια μόλις μετά την ίδρυση του πρώτου πραγματικά δημόσιου μουσείου της μοντέρνας εποχής. Όπως σημειώνει ο Hans Belting “Κατά τη διάρκεια της περιόδου που ακολούθησε το 1800, το μουσείο απέκτησε μεγαλύτερη επιρροή από την Ακαδημία, περιορισμένη καθώς ήταν στον κύκλο των ειδικών. Τα κινήματα της πρωτοπορίας γεννήθηκαν εξάλλου σε αντίδραση ενάντια στο μουσείο και είναι κατά συνέπεια αδύνατο να γίνουν κατανοητά χωρίς αυτό.”[1]
Νομίζω πως τα παραπάνω καθιστούν σαφές το από τη στιγμή που ιδρύεται το μουσείο γίνεται στόχος για τους καλλιτέχνες. Στόχος και με τις δύο έννοιες της λέξης, αυτής του στόχου που πρέπει να καταστραφεί και αυτής του στόχου που κάποιος πρέπει να πετύχει στη ζωή του, την είσοδο στο μουσείο και κατ’επέκταση στην ιστορία της τέχνης.
Οι σχέσεις των καλλιτεχνών με το μουσειακό χώρο εδώ και δύο αιώνες έχουν αναρίθμητες πτυχές και εκφάνσεις. Αν κοιτάξει κανείς τη στάση τους πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ή στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και τις αρχές του 1970 διαπιστώνει οτι αυτές ήταν άκρως ανταγωνιστικές και μάλιστα με εχθρικές με καταστρεπτικές διαθέσεις. Αρκεί να ξαναδιαβάσει κανείς τα κείμενα των Φουτουριστών και του Μάλεβιτς, ή να θυμηθεί τη δράση των Guerrilla Girls, του Art Workers Coalition η τις διάφορες ανατρεπτικές διαδηλώσεις γύρω και κυρίως μετά το Μάη του 1968. Δύο άλλες τάσεις που διασχίζουν την λιγότερο η περισσότερο πρόσφατη ιστορία είναι η δριμύτατη κριτική απέναντι στις πρακτικές του μουσείου ή η χρήση του ως πηγής έμπνευσης. Ο κύριος εκφραστής της πρώτης τάσης είναι ο Hans Haacke ο οποίος και έπαιξε την καριέρα του κορώνα γράμματα για περισσότερο από τρεις δεκαετίες ασκώντας κριτική κατ’επανάληψη στην ηθική των σχέσεων των μουσείων με τον πλούτο και τους σπόνσορες. Η δεύτερη τάση, δηλαδή η χρήση του μουσείου ως πηγή έμπνευσης μπορεί ν’απαντηθεί σε πολλούς καλλιτέχνες : από το Mouse Museum (1965-77) του Claes Oldenburg μέχρι τη άλλοτε ειρωνική άλλοτε κυριολεκτική οικειοποίηση των πρακτικών του μουσείου από καλλιτέχνες όπως ο Marcel Broodthaers, o Herbert Distel ή ο Mark Dion.
Η ένταση αυτών των σχέσεων δεν ξέφυγε από τον ίδιο το μουσειακό χώρο και μια από τις πρακτικές έκφρασής του που είναι η έκθεση. Η πρώτη έκθεση που γνωρίζω οτι αφιερώθηκε στο θέμα αυτό παρουσιάστηκε στο Τορόντο το 1983 από τον A.A. Bronson και την Peggy Gale με τίτλο Museums by Artists (Μουσεία από Καλλιτέχνες).[2] Επρόκειτο για την πρώτη απόπειρα προσέγγισης του φαινομένου με τη συγκέντρωση έργων σύγχρονων καλλιτεχνών που είχαν δουλέψει με βάση το μουσείο όπως ο Buren, o Duchamp, οι General Idea, ο On Kawara, ο Joseph Kosuth, ο George Maciunas, κλπ. Πιο πρόσφατα ακόμα, το 1999, το MoMA της Νέας Υόρκης παρουσίαζε την ίδια ιδέα σε πιο σύγχρονη έκδοση με τίτλο The Museum as Muse.[3]
Η έκθεση αυτή παρουσίαζε μέσα από εξήντα περίπου καλλιτέχνες δύο σχεδόν αιώνες δημιουργιών κάτω από μια ιδιαίτερα πειστική αλλά εξίσου ισοπεδωτική θεωρητική ομπρέλα σύμφωνα με την οποία το μουσείο αποτελούσε και εξακολουθεί ν’αποτελεί μια μούσα για τους καλλιτέχνες. Τρία χρόνια αργότερα, ο James Putnam, επιμελητής του British Museum, εξέδιδε στους Thames and Hudson, το Art and Artifact. The Museum as Medium (Τέχνη και Τέχνημα. Το Μουσείο ως Μέσο).[4]
Σε αυτό το ιδιαίτερα πλούσιο σε εικονογράφηση βιβλίο, ο Putnam εξερευνούσε μια τάση που έγινε ιδιαίτερα αισθητή κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990. Η τάση αυτή αφορούσε τη χρήση από τους καλλιτέχνες του παραδείγματος των cabinet de curiosités η των wunderkammer δηλαδή του παραδείγματος της ταξινόμησης που χρησιμοποιήθηκε από τον 16ο μέχρι τα τέλη του 18ου αιώνα και που αποτέλεσε τη βάση τους σύγχρονου μουσείου τέχνης για τη μοντέρνα εποχή που ξεκινά στις αρχές του 19ου αιώνα.
Νομίζω ότι αυτές οι σύντομες αναφορές είναι αρκετές για να δείξουν και ταυτόχρονα να οριοθετήσουν το εννοιολογικό χώρο στον οποίο κινείται η τελευταία δουλειά της Ποταμιάνου. Στα πλαίσια λοιπόν αυτού του εννοιολογικού χώρου που οριοθετείται από τη διάδραση των μουσείων και των καλλιτεχνών η Ποταμιάνου τοποθετείται με τη δουλειά της στον τομέα της κριτικής της αρχιτεκτονικής των μουσείων.
Για να διαφωτίσουμε κάπως βιαστικά το θέμα αυτό νομίζω οτι είναι σκόπιμο ν’ακολουθήσουμε ένα τμήμα της ιστορίας των ιδεών και της κριτικής στον 20ο αιώνα μέσα από το Valéry, το Benjamin, τον Pevsner και το Lampugnani σαν μια σειρά από πέτρες που θα μας οδηγήσουν στην σύνδεση της ιστορίας με την αντίπερα όχθη του σήμερα και θα βοηθήσουν να κατανοήσουμε στο τι συνίσταται ηαι η κριτική στάση της Ποταμιάνου.
Το 1922 ο Paul Valéry, στο γνωστότατο πλέον κείμενο για τους μουσειολόγους “Le Problème des Musées” (Το Πρόβλημα των Μουσείων), ολοκλήρωνε τα παράπονά του μετά από μια επίσκεψη στο Λούβρο δηλώνοντας το εξής :
“Η ζωγραφική και η γλυπτική, μου λέει ο δαίμονας της Εξήγησης, είναι εγκαταλελειμμένα τέκνα. Η μητέρα τους έχει πεθάνει, η μητέρα τους η Αρχιτεκτονική. Όσο ζούσε, του έδινε τη θέση τους, τη χρήση τους, τους περιορισμούς τους. Η ελευθερία ν’ αλητέψουν τους είχε αρνηθεί. Είχαν το χώρο τους, το φως τους ήταν συγκεκριμένο, τα θέματά τους, οι συμμαχίες τους… Όσο ζούσε, γνώριζαν τι ήθελαν…”[5]
Με αυτό τον τρόπο ο Valéry συγκεκριμενοποιούσε το πρόβλημα του μοντερνισμού και αιτιολογούσε κατά κάποιο τρόπο το νομαδισμό των έργων τέχνης που είχε γίνει πλέον κύριο γνώρισμα της σύγχρονης τέχνης. Μερικά χρόνια αργότερα, γύρω στα 1936, ο Walter Benjamin επιχειρούσε να εξηγήσει την “κατάπτωση” της ζωγραφικής αναλύοντας τη σχέση της με τον τοίχο.[6]
Για το Benjamin το γεγονός οτι οι τοίχοι ανεξαρτητοποιήθηκαν και έπαψαν να έχουν μια φέρουσα χρηστική σχέση με το σύνολο του οικοδομήματος στο οποίο ανήκαν οδήγησε, κατ’αυτόν, στην κρίση της ζωγραφικής του καβαλέτου που εξαρτιόταν ακριβώς από τον τοίχο για την ύπαρξή της.
Με αυτούς τους δύο συγγραφείς λοιπόν διαθέτουμε δύο αιτιολογίες και θέσεις απέναντι στην προβληματική φύση της ζωγραφικής και της γλυπτικής και κατά συνέπεια των εικαστικών τεχνών στις αρχές του 20ου αιώνα. Ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί με το Valéry ως προς το θάνατο της αρχιτεκτονικής το γεγονός είναι οτι οι σχέσεις της με την τέχνη γενικότερα εξελίχθηκαν με ένα μάλλον ανταγωνιστικό τρόπο κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Αυτό οφείλεται σε ένα μεγάλο βαθμό και στη στάση των αρχιτεκτόνων. Το 1943, για παράδειγμα, ο Nicolaus Pevsner, ένας από τους μεγαλύτερους ιστορικούς της αρχιτεκτονικής του 20ου αιώνα, έγραφε τα εξής :
“Αλλά η αρχιτεκτονική, ενώ είναι πρωταρχικά χωρική, δεν είναι αποκλειστικά χωρική. Σε κάθε κτίριο, πέρα από την περίφραξη του χώρου, ο αρχιτέκτονας διαμορφώνει τον όγκο και σχεδιάζει την επιφάνεια, δηλαδή σχεδιάζει ένα εξωτερικό και προβάλλει τους αυτόνομους τοίχους. Αυτό σημαίνει οτι ο καλός αρχιτέκτονας χρειάζεται τους τρόπους σύλληψης του ζωγράφου και του γλύπτη που προστίθενται στη δική του φαντασία του χώρου. Έτσι η αρχιτεκτονική είναι η πιό περιεκτική απ’όλες τις εικαστικές τέχνες και έχει το δικαίωμα ν’απαιτήσει την υπεροχή πάνω απ’όλες τις άλλες.”[7]
Νομίζω οτι η τελευταία φράση είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτική της στάσης των αρχιτεκτόνων απέναντι στις υπόλοιπες τέχνες. Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αντιληπτό όταν κάποιος κοιτάξει τα κτίρια που έχουν ανεγερθεί ως μουσεία από το Centre Georges Pompidou των Piano και Rogers, που άνοιξε μια καινούργια εποχή στην αρχιτεκτονική των μουσείων το 1977, μέχρι τα πιο πρόσφατα κτίρια του Calatrava στο Milwaukee (2002) και της Hadid στο Cincinnati (2003). Κοιτώντας κάποιες από τις πρόσφατες εκδόσεις που αφορούν την αρχιτεκτονική των μουσείων γίνεται γρήγορα αντιληπτό οτι το θέμα τους είναι τα κτίρια και η εξοχότητα των αρχιτεκτόνων και ελάχιστα έως καθόλου τα περιεχόμενα και ο σκοπός τους.[8]
Σύμφωνα με το Vittorio Magnano Lampugnani, μια από τις εξέχουσες μορφές της σύγχρονης ιστορίας της αρχιτεκτονικής, η ευθύνη της κατασκευής ενός μουσείου είναι μια από τα πιο σημαντικές και ενδιαφέρουσες στο δημόσιο χώρο. Για το Lampugnani αυτή η ευθύνη αντιπροσωπεύει την “εξαιρετικά καθαρή υλοποίηση των αρχιτεκτονικών θέσεων” και αποτελεί τον τόπο στον οποίο κάποιος μπορεί να διαβάσει με καθαρότητα τις τελευταίες εξελίξεις. Για αυτόν, τα μουσεία είναι ο “σεισμογράφος της αρχιτεκτονικής κουλτούρας” και επιτρέπουν στους δημιουργούς τους να δείξουν “την αρτιότητα των γνώσεων στην αρχιτεκτονική και ιστορική τους πολυμάθεια.” “Αυτό που πραγματικά έχει σημασία σε αυτή την αρχιτεκτονική δεν είναι η τέχνη μέσα σε αυτήν, αλλά η ίδια η αρχιτεκτονική. Αυτά τα μουσεία είναι έργα τέχνης που στεγάζουν άλλα έργα τέχνης. Και η αναπόφευκτη σύγκρουση σπάνια αμβλύνεται από το σχεδιασμό. Συνήθως τα έργα τέχνης – καλεσμένα στους τοίχους της αρχιτεκτονικής – έρχονται δεύτερα.”[9]
Νομίζω ότι έχουμε πλέον αρχίσει να βλέπουμε που ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα στις σχέσεις που μπορεί να υπάρξουν ανάμεσα στις εικαστικές τέχνες από τη μια και την αρχιτεκτονική από τη άλλη και που ακριβώς τοποθετείται η κριτική της Ποταμιάνου. Εδώ και δύο ή τρείς δεκαετίες οι φιλότεχνοι έχουν πάψει να ταξιδεύουν για να δουν συγκεκριμένα έργα ή συγκεκριμένες συλλογές σε μουσεία. Ταξιδεύουν για να δουν τα μουσεία ως αρχιτεκτονικά έργα και κατά δεύτερο λόγο για τα περιεχόμενά τους.
Η Ποταμιάνου διάλεξε λοιπόν να φωτογραφίσει κάποια συγκεκριμένα κτίρια που απασχόλησαν λιγότερο ή περισσότερο τον καλλιτεχνικό και τον γενικό τύπο τα τελευταία χρόνια και των οποίων η αρχιτεκτονική είναι σε μερικές περιπτώσεις πολύ χαραχτηριστική όπως τα Guggenheim του Lloyd Wright και του Gehry, το Pompidou, το Kunsthaus στο Bregenz του Peter Zumtor, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Φρανκφούρτης του Hans Hollein, ή την Tate Modern των Herzog και de Meuron. Όπως συμβαίνει στα βιβλία αρχιτεκτονικής, η Ποταμιάνου επέλεξε να φωτογραφίσει κάποιους υπογεγραμμένους χώρους χωρίς έργα τέχνης. Αυτό έχει να κάνει εν μέρη με το τεράστιο πλέον πρόβλημα των πνευματικών δικαιωμάτων των έργων τέχνης. Όμως η επιλογή της απουσίας των έργων είναι συνειδητή καθώς εστιάζοντας την προσοχή στο αρχιτεκτονικό μέρος και όχι στα έργα που στεγάζονται αναδεικνύει και ταυτόχρονα υπογραμμίζει ποιο είναι ακριβώς το έργο στη συγκεκριμένη περίπτωση και ποιο το πάρεργο.
Στην πρώτη περιγραφή του κειμένου μίλησα για αυτά τα έργα ως εικόνες. Αναφέρθηκα επίσης στον αυτόφωτο χαραχτήρα τους αλλά και στο φωτοστέφανο που δημιουργείται γύρω από αυτά. Ελπίζω να έγινε αντιληπτός ο συσχετισμός με τις βυζαντινές εικόνες και την παρουσία των φωτοστέφανων στις μορφές των αγίων. Στην περίπτωση των έργων που μας απασχολούν η Ποταμιάνου, με το δανεισμό αυτών των στοιχείων από τη βυζαντινή τέχνη, δίνει ένα επιπλέον κλειδί ερμηνείας των χώρων που φωτογραφίζει. Με αυτό τον τρόπο η Ποταμιάνου κλείνει το μάτι σε αυτούς που γνωρίζουν οτι η σχολαστική ερμηνεία των μουσείων γενικότερα και των μουσείων σύγχρονης τέχνης ειδικότερα τα τελευταία είκοσι με τριάντα χρόνια έχει φτάσει να θεωρεί οτι αυτά τα ιδρύματα έχουν αντικαταστήσει τις παλαιότερες θρησκείες και τόπους θρησκευτικής λατρείας με μια καινούργια. Εξ’ου και ο χαρακτηρισμός των μουσείων ως ναών ανεξάρτητα από το αρχιτεκτονικό τους στυλ. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να σπρώξουμε την ερμηνεία αυτών των έργων ακόμα μακρύτερα και να μιλήσουμε για πορτραίτα αγίων τόπων προσκυνήματος, ή για μια σειρά αγιογραφιών καθώς τα μουσεία έχουν αποκτήσει μια τέτοια υπόσταση στο συλλογικό υποσυνείδητο. Η παρουσία τους σε ένα χώρο κατοικίας θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια αντικατάσταση του παλαιότερου εικονοστασίου με ένα υπερσύγχρονο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Εάν τώρα θέλουμε να βρούμε σε ποιες περιπτώσεις ο τίτλος έχει σχέση με τους χώρους που απεικονίζονται θα διαπιστώσουμε οτι μόνο η φωτογραφία από το σπίτι της Peggy Guggenheim στη Βενετία έχει μια κάποια σχέση με το Λευκό Κύβο.[1]
Όλοι οι άλλοι χώροι που απεικονίζονται βρίσκονται μίλια μακριά από την καθαρή πλατωνική ιδέα του λευκού κύβου ως τέτοια. Όπως δηλώνει η Ποταμιάνου δεν συμπεριέλαβε το MoMA της Νέας Υόρκης καθώς το θεωρεί ως το πρωταρχικό παράδειγμα της εφαρμογής αυτής της ιδέας. Αυτό που την ενδιέφερε ήταν η απόκλιση από τον κανόνα. Μιλώντας για τη χρήση του τίτλου, η καλλιτέχνης επέστησε την προσοχή στο θέμα του σαρκασμού που δημιουργεί με τις εικόνες της. Σαρκάζει την ιδέα προς την οποία τείνουν θεωρητικά τουλάχιστον τα μουσεία, το λευκό κύβο ως τον ιδανικό χώρο για την έκθεση έργων τέχνης, και την πρακτική, υλική και οπτική τελική έκφανση των χώρων όπως αυτοί παρουσιάζονται στις φωτογραφίες της. Τι θα μπορούσε να βρίσκεται μακρύτερα από την ιδέα του λευκού κύβου από το Guggenheim του Gehry στο Bilbao ή τις μπετοδένιες αίθουσες του Peter Zumtor για το Kunsthaus του Bregenz ; Όλα τα παραπάνω δείχνουν, κατά τη γνώμη μου, μια μεγάλη ευαισθησία στις σύγχρονες εξελίξεις καθώς και μια ουσιαστική αντίληψη των προβλημάτων που τίθενται στο χώρο της μουσειολογίας και της ιστορίας της τέχνης.
Η επεξεργασία των χώρων και κυρίως των φωτισμών τους στον υπολογιστή οδηγεί σε μια περαιτέρω αισθητικοποίηση των εικόνων με τις οποίες καταπιάνεται η Ποταμιάνου. Η επιλογή των γωνιών λήψης δημιουργεί μια σειρά από συνθέσεις που μπορούν να διαβαστούν και ως αφαιρετικά έργα εάν παραμεριστεί το γεγονός ότι οι φωτογραφίες απεικονίζουν υπαρκτούς χώρους. Αυτή η κριτική του μουσείου τόσο ως αρχιτεκτονικής όσο και ως αισθητικού χώρου συνιστά μια αισθητική επεξεργασία που διαρκεί όσο τα έργα βρίσκονται στα πλαίσια της δημιουργικής φάσης. Για την Ποταμιάνου, και σε αυτό συναντά πολλούς άλλους καλλιτέχνες, τα έργα της “πεθαίνουν” από τη στιγμή που φεύγουν από το εργαστήριο. Με αυτό εννοεί ότι τελειώνει η δημιουργική διαδικασία για την ίδια ως καλλιτέχνη και τα έργα αφήνονται πλέον ελεύθερα, στην τύχη τους. Η τύχη αυτή εξαρτάται από αυτούς που γίνονται υπεύθυνοι των έργων με την αγορά τους. Η Ποταμιάνου γνωρίζει πολύ καλά τη δύναμη που έχουν οι επιμελητές, οι συλλέκτες, τα μουσεία ή οι γκαλερί επάνω στα έργα. Ως ένα βαθμό έχει δίκιο δεδομένου οτι ο θεατής είναι αυτός που με τις γνώσεις του και τις αισθητικές του αντιλήψεις ενεργοποιεί το έργο όταν έρθει σ’επαφή με αυτό. Έχει ίσως δίκιο να θεωρεί οτι το έργο τελειώνει για αυτήν. Εκεί όμως που τελειώνει το έργο για τον καλλιτέχνη ξεκινά η δική μας αισθητική και πνευματική εμπειρία όταν συναντιόμαστε με αυτό. Η εμπειρία που προσφέρουν τα έργα της σειράς White Cube της Ποταμιάνου είναι ιδιαίτερα πολύπλευρη, πολύπλοκή, και εμπεριέχει πολλά στρώματα πιθανής ερμηνείας. Ας ελπίσουμε οτι το ταξίδι τους στο χρόνο θα έχει πολλές και καλές συναντήσεις με ανθρώπους που θα καταλάβουν κάποια από τα μηνύματα και από το χιούμορ που φέρει το κάθε έργο σαν ένα μπουκάλι στη θάλασσα.
Γιώργος Αρμαός
Ιανουάριος 2004
[1] Hans Belting, Le Chef-d’œuvre Invisible, Nîmes, Editions Jacqueline Chambon, 2003, σελ. 27. Μετάφραση στα γαλλικά Marie-Noëlle Ryan. Γερμανικό πρωτότυπο 1998, αγγλική μετάφραση 2001. Η μετάφραση εδώ είναι από τη γαλλική έκδoση.
[2] A.A. Bronson, Peggy Gale, eds., Museums by Artists, Toronto, Art Metropole, 1983.
[3] Kynaston McShine ed., The Museum as Muse: Artists Reflect, New York, The Museum of Modern Art, Harry N. Abrams Inc. 1999.
[4] James Putnam, Art and Artifact. The Museum as Medium, London, Thames and Hudson, 2001.
[5] “Peinture et sculpture me dit le démon de l’Explication, ce sont des enfants abandonnées. Leur mère est morte, leur mère Architecture. Tant qu’elle vivait, elle leur donnait leur place, leur emploi, leurs contraintes. La liberté d’errer leur était refusée. Ils avaient leur espace, leur lumière bien définie, leurs sujets, leurs alliances… Tant qu’elle vivait, ils savaient ce qu’ils voulaient…” Paul Valéry, 1966, “Le problème des musées”, in Oeuvres, vol. II, Paris, Gallimard, σελ. 1293.
[6] Αναφέρομαι σε δύο μικρά και σχεδόν άγνωστα αποσπάσματα που δημοσιεύτηκαν μόλις το 1991 στα παραλειπόμενα της γαλλικής έκδοσης του κειμένου “Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής του αναπαραγωγής” in Walter Benjamin, Écrits Français, Paris, nrf, Ed. Gallimard, Bibliothèque des idées, présentés par J.-M. Monnoyer, 1991, σελ. 189-190.
[7] “But architecture, though primarily spatial, is not exclusively spatial. In every building, besides enclosing space, the architect models volume and plans surface, i.e. designs an exterior and sets out individual walls. That means that the good architect requires the sculptor’s and painter’s modes of vision in addition to his own spatial imagination. Thus architecture is the most comprehensive of all visual arts and has a right to claim superiority over the others.”
Nikolaus Pevsner, Introduction to An Outline of European Architecture, Harmondsworth, 1943, reprinted 1990, σελ. 23. Αυτό το απόσπασμα βρίσκεται επίσης και στο Eric Fernie ed., Art History and its Methods. A Critical Anthology, London, Phaidon Press Limited, 1995, σελ. 196.
[8] Laurence Allegret, Musées, Paris, Éditions du Moniteur, coll. Architecture Thématique, 1989. Laurence Allegret, Musées, Tome II, Paris, Éditions du Moniteur, coll. Architecture Thématique, 1992. Victoria Newhouse, Towards a New Museum, New York, The Monacelli Press, 1998. Vittorio Magnago Lampugnani, Angeli Sachs, eds., Museums for a New Millennium. Concepts, Projects, Buildings., Munich, London, New York, Prestel Verlag and Art Center Basel, 1999.
[9] “What truly matters in this architecture is not the art inside it, but the architecture itself. These museums are works of art that house other works of art. And the inevitable conflict is rarely mitigated by the design. Generally the artworks—guests within the walls of the architecture—come second best.” Vittorio Magnago Lampugnani / Angeli Sachs eds., Museums for the New Millenium. Concepts, Projects, Buildings, Munich, London, New York, Prestel Verlag and Art Center Basel, 1999, σελ. 13.
[10] Το κλασσικό κείμενο που τοποθέτησε στο λεξιλόγιό μας την έκφραση λευκός κύβος είναι αυτό του Brian O’Doherty, Inside the White Cube: The Ideology of the Gallery Space, Santa Monica, Lapis Press, 1986 που πρωτοπαρουσιάστηκε ως μια σειρά άρθρων στο Artforum το Μάρτιο, Απρίλιο και Νοέμβριο του 1976.