A museum of one's own by Maria Maragkou

Artemis Potamianou loves contrasts as they arise in her ‘private’ games with time.

The time of history, as an ephemeral time, is present and self-evident in the dialogue via the works she exhibits at the Museum of Contemporary Art of Crete.

Within a small, say, frame, the images are many, attractive and special in their surrealism or their theatrical quality. At the back of the image (not the backdrop of the painting), for instance, Magritte’s figures are flying behind a group by the Chapmans, while the little Degas dancer is watching Duchamp playing chess like another Rodin’s thinker. Art lovers of a classical education will shudder at the hubris, those versed in the antics of contemporary art will be sufficiently aware of the hidden notion of the archive in relation to the artist’s personal parameters, and children—cleverer than any of us—will have a unique opportunity for an educational treasure hunt.

The works of Artemis Potamianou provide their viewer with interest, quality and poignancy, and underline the artist’s clear progress along the approach with which she awkwardly acquainted us in 2003, with her modified photos from famous museums and attractive tourist trails. In 2010, however, one’s willingness to revisit things within the ideological framework that Potamianou has been proposing these seven years is boosted also by the high-quality, dense discourse of her findings. If Delacroix meets Goya in the nocturnal landscape once ingeniously created by Van Gogh, this reflects the contemporary artist’s management of the desire to study and recreate an archive of images through the fervent wish to approach the “divine”, i.e. the masterpiece.

The museum masterpiece, the image of the masterpiece, the reproduction of the masterpiece, the use of the masterpiece as reproduction: painting, silkscreen, photograph or poster at the decorative whim of everyone who can enjoy in private surroundings what is kept in a public space and you queue up to see—or you never see but believe that you know because your grandmother has a copy of it in her sitting room.

On the one hand the worshipping aspect of the matter (even by phony means), on the other the ‘revenge’ of the ‘peasantry’, with the word peasantry in lots of quotation marks. That is—and this interpretation is mine, lest anyone else is accused of it—here is the dancer of Degas, an image I was trained to worship, although my education and my decorum-free times enable me also to stick my tongue at it. Of course I worship the authority of its creator, of course I bow before everything he produced (which I don’t want to reach, and indeed I could not even if I wanted it), but I reserve the right, in the context of my own religion—which is the freedom secured for me by art theory after modernism, and the possibilities of technology—to manage my cultural memory in any way I wish.

So what does the contemporary artist—or Artemis Potamianou, specifically—do as she manages intelligently her specific field of knowledge? She takes photos of the museum and the works, loads this material on the computer and processes it to isolate her selected images and set up her own museum area within the web.

In his text on Potamianou’s work, Sotiris Bahtsetzis cites the critical stance of Theodor Adorno towards excess visual information. “In the context of half-education the commercialised, objectified pragmatic contents of education survive at the expense of their truth content and their live relation to live subjects” (Theory of Half Education).

Herein lies, I think, Potamianou’s attitude towards this entire relationship with living objects and the creation of their second image, which she offers to us through a very special, personal reading of history. A twenty-first-century surrealism with the contemporary artist’s tools for appropriating museum images for a private collection which puts together a fantasy before becoming an inventive picture of our time.

Alas, the Museum is private, of course.

Ένα δικό μου μουσείο, της Μαρίας Μαραγκού​

Η Άρτεμις Ποταμιάνου αγαπά τις αντιπαραθέσεις, όπως εκείνες προκύπτουν στα «ιδιωτικά» της παιχνίδια με το χρόνο.

Ο χρόνος της ιστορίας, ως χρόνος εφήμερος, στο διάλογο μέσα από τα έργα που εκθέτει στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Κρήτης, είναι παρών και αυταπόδεικτος.

Σε ένα μικρού μεγέθους, ας το πούμε κάδρο, οι εικόνες πολλές, ελκυστικές και ιδιαίτερες στο σουρεαλισμό ή τη θεατρικότητά τους. Στο βάθος της εικόνας (και όχι στο φόντο της ζωγραφικής) για παράδειγμα, οι φιγούρες του Μαγκρίτ ίπτανται, πίσω από ένα σύμπλεγμα των Τσάπμαν, ενώ η σταρ μικρή χορεύτρια του Ντεγκά παρακολουθεί τον Ντισάν να παίζει σκάκι ως άλλος σκεπτόμενος του Ροντέν. Ο φιλότεχνος θεατής της κλασικής παιδείας θα ανατριχιάσει από την ύβρι, ο ενημερωμένος στα καμώματα της σύγχρονης τέχνης θα κατανοήσει επαρκώς την κρυμμένη έννοια του αρχείου σε σχέση με τις προσωπικές παραμέτρους του καλλιτέχνη, ενώ τα παιδιά, ευφυέστερα όλων μας, θα έχουν τη μοναδική ευκαιρία για ένα εκπαιδευτικό κυνήγι θησαυρού.

Τα έργα της Αρτέμιδος Ποταμιάνου έχουν ενδιαφέρον, ποιότητα και αιχμή για το θεατή τους, ενώ υπογραμμίζουν τη σαφή εξέλιξη της ίδιας στην προβληματική που μας γνώρισε, αμήχανα, το 2003 με τις τροποποιημένες φωτογραφίες των γνωστών μουσείων και των ελκυστικών τουριστικών διαδρομών.

Το 2010, ωστόσο, η διάθεση να ξαναδεί κανείς τα πράγματα μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο που η Ποταμιάνου προτείνει τα τελευταία επτά χρόνια, είναι διαυγής και χάριν της ποιότητας και της πυκνότητας του διαλόγου των ευρημάτων της. Αν ο Ντελακρουά συναντιέται με τον Γκόγια στο νυχτερινό τοπίο που μεγαλοφυώς δημιούργησε κάποτε ο Βαν Γκογκ, σημαίνει για το σύγχρονο καλλιτέχνη διαχείριση της επιθυμίας να μελετήσει και να αναδημιουργήσει ένα αρχείο εικόνων μέσα από τη μέγιστη επιθυμία προσέγγισης του «θεϊκού», δηλαδή του αριστουργήματος.

Το αριστούργημα του μουσείου, η εικόνα του αριστουργήματος, η αναπαραγωγή του αριστουργήματος, η χρήση του αριστουργήματος ως αναπαραγωγή: ζωγραφική, μεταξοτυπία, φωτογραφία, αφίσα στην διακοσμητική διάθεση καθενός που απολαμβάνει στον οικείο χώρο εκείνο που βρίσκεται φυλαγμένο στο δημόσιο χώρο και κάνεις ουρά για να το δεις ή που δεν το βλέπεις ποτέ, αλλά θεωρείς ότι το γνωρίζεις γιατί η γιαγιά σου έχει μια αναπαραγωγή του στο σαλόνι της.

Από τη μία, ο λατρευτικός (έως και με πλαστά μέσα) όρος του ζητήματος, από την άλλη, η «εκδίκηση» της «γυφτιάς» -στη γυφτιά υπολογίστε διπλά εισαγωγικά. Τουτέστιν, και οι ερμηνείες δικές μου, μην πάρω στο λαιμό μου κανένα χριστιανό, ιδού η μπαλαρίνα του Ντεγκά, μια εικόνα που έμαθα να προσκυνώ και που, η παιδεία και η εποχή μου, δίχως καθωσπρεπισμό, μου δίνουν τα εφόδια ακόμη και να της βγάλω τη γλώσσα. Και βέβαια, λατρεύω την αυθεντία του δημιουργού της και βέβαια ανάβω κερί σε ό,τι παρήγαγε (και δεν θέλω να το φτάσω, άσε που και να θέλω δεν μπορώ), έχω δικαίωμα, ωστόσο, στο πλαίσιο της δικής μου θρησκείας, που είναι η ελευθερία που μου κατοχύρωσε η θεωρία της τέχνης μετά το μοντέρνο και η δυνατότητα της τεχνολογίας, να διαχειριστώ την πολιτιστική μου μνήμη κατά το δοκούν.

Τι κάνει, λοιπόν, ο σύγχρονος καλλιτέχνης ή, καλύτερα, η Άρτεμις Ποταμιάνου που ευφυώς διαχειρίζεται σήμερα το συγκεκριμένο πεδίο της γνώσης της; Φωτογραφίζει το μουσείο και τα έργα, περνά το υλικό στον υπολογιστή και το επεξεργάζεται απομονώνοντας τις εικόνες που επιλέγει και αναδημιουργεί ένα δικό της μουσειακό χώρο στο διαδικτυακό τόπο.

Στο κείμενο για τη δουλειά της Ποταμιάνου, ο Σωτήρης Μπαχτσετζής αναφέρεται στην επικριτική στάση του Θίοντορ Αντόρνο απέναντι στην άκριτη υπερπαροχή οπτικών πληροφοριών. «Στο κλίμα της ημιμόρφωσης επιζούν τα εμπορευματικά αντικειμενοποιημένα πραγματολογικά περιεχόμενα της μόρφωσης σε βάρος της περιεκτικότητάς τους σε αλήθεια και της ζωντανής σχέσης τους προς ζωντανά υποκείμενα» (Θεωρία της ημιμόρφωσης).

Νομίζω ότι εδώ βρίσκεται και η στάση της Ποταμιάνου, απέναντι σε όλη αυτή τη σχέση με τα ζωντανά αντικείμενα και την παραγωγή της δεύτερης εικόνας τους, όπως μας την προσφέρει με ένα πολύ ιδιαίτερο, προσωπικό μύθευμα, πάνω στην ιστορία. Ένα σουρεαλισμό του 21ου αιώνα, με τα εφόδια του σύγχρονου καλλιτέχνη στο ζήτημα της οικειοποίησης των εικόνων του μουσείου, στο χώρο της ιδιωτικής συλλογής που οργανώνει μια φαντασίωση πριν γίνει ευρηματική εικόνα του χρόνου μας.

Και βέβαια, το Μουσείο, φευ, είναι ιδιωτικό.